- αειμακάριστος
- -η, -ο και -ος, -ο (AM ἀειμακάριστος, -ον)ο άξιος να τόν μακαρίζει κανείς παντοτινά, δηλ. να τόν θεωρεί μακάριο, ευτυχήτο επίθ. αυτό αποδίδεται ειδικά από τους υμνογράφους στη Θεοτόκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μακαριστὸς < μακαρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.